Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

18ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο


24Γυμνή ζωή

Και όχι, όσο και να τα πόθησα
δεν είναι τα φιλιά σου που λαχτάρησα
Δεν είναι το φιλντισένιο σου κορμί
ούτε η ουράνια μυρωδιά των μαλλιών σου
Δεν είναι εκείνο το παιδικό χαμόγελο
που τη χαμένη μου ζωή ανέστησε...

Είναι η απαστράπτουσα ψυχή σου 
που μέσα μου λαμπύριζε
Είναι το στιγμιαίο πετάρισμα των βλεφάρων σου
που με έκανε να ζω την αιωνιότητα
Είναι οι στιγμές που με κοίταζες
και 'βλεπα στα μάτια σου ολάκερο τον Παράδεισο...

Μα τώρα πια δεν σ΄έχω και  η καρδιά  μου είναι γυμνή
Τώρα πια τριγυρνάω σε μια έρημο μοναξιάς 
και οι ελπίδες μου μυρίζουν φόβο
Που είσαι για να με ξεδιψάσεις όαση της ζωής μου?




25. Τάνγκο για δυο 

Φθινοπωρινά τάνγκο
στην αγκάλη σου,
αγναντεύοντας την όψη σου,
γεμίζοντας από τη μυρωδιά σου.

Ένα βήμα μπρος,
ένα πλάι,
πάμε πίσω και 
πάλι απ' την αρχή.

Δυο σώματα κολλητά,
με γυμνή ψυχή σαν ένα,
μες το τάνγκο συγκλονίζουν,
κάποια φθινοπωρινά απογεύματα
στον απόηχο 
μιας βελούδινης ηχούς. .




26. Φθινοπωρινός άνεμος

Τον άνεμο συνάντησα στον κήπο να χορεύει
φύλλα ξερά απόδιωχνε με ένα φύσημά του
Γυμνά τα δέντρα άφηνε να αναπαυτούν λιγάκι
χάδι απαλό χάριζε στης γλάστρας το γεράνι
Το βλέμμα  σήκωσε ψηλά κι έστειλε την πνοή του
αποχαιρετώντας τα  πετούμενα στο μακρινό ταξίδι
Ξεθάρρεψα, πλησίασα και μίλησα του ανέμου
-Πούθε έρχεσαι αγέρα μου?
και τι μαντάτα φέρνεις?
Εκείνος στριφογύρισε, κρύφτηκε στα μαλλιά μου
παιχνίδισμα το φύσημα, δροσιά του φθινοπώρου
-Από το Νότο έρχομαι  που ο ήλιος κατακαίει
οι λαμπερές ακτίνες του τη γη την ερημώνουν
ανθρώπους στις σκιές ωθούν να ψάχνουν τη δροσιά μου
Μα ήλθε ο καιρός και γύρισα
παρέα στο Φθινόπωρο να κάνω
Σε λίγο φεύγω για ψηλά, στα βορινά παλάτια 
μιαν άλλη εποχή να υποδεχτώ, τον άγριο Χειμώνα
-Την απορία λύσε μου  του Φθινοπώρου αγέρα,
γιατί δεν είσαι ανέμελος και πράος όπως τώρα;
Γιατί αφήνεις το θυμό ανεξέλεγκτα να ξεσπάει
Σ' αρέσει  να' ναι οι άνθρωποι ανήμποροι εμπρός σου;
Ο άνεμος σταμάτησε  το φθινοπωρινό χορό του
-Χιλιόμετρα πολλά ταξίδεψα
λογής ανθρώπους είδα
Μ' αρέσει τριγύρω να φυσώ στροβιλισμούς να κάνω 
σαν να ‘μαι ένας χορευτής που κάνει πιρουέτες
Με τη θάλασσα ερωτοτροπώ
το κύμα ζωντανεύω.
Μ' αρέσει στα ουράνια να πετώ
φίλοι μου τα σύννεφα, να παίζουμε κρυφτό
Μα εγώ τα σπρώχνω μακριά
τον ήλιο καλημερίζω
Κι αν τη βροχή σκορπούν στη γη να ξεδιψάσει
με τις σταγόνες στήνω το χορό
και τα αστραπόβροντα κρατούνε τον ρυθμό
Μα και ιστιοφόρα θέλω να κινώ
μύλους και μηχανές του ανθρώπου τα ποιήματα, 
βοήθεια να δίνω
Μ' αρέσει το αγκάλιασμα τόσων ερωτευμένων
όταν ανάμεσά τους κρύβομαι
τη θέρμη τους δροσίζω
Μα δεν μπορώ να ανεχθώ
τον άνθρωπο τον άμυαλο 
Μου γιγαντώνει το θυμό
όταν  στη φύση φέρεται σαν βάνδαλος  αγύρτης
τα δέντρα καίει άπονα αποζητώντας κέρδος
Κοίτα τη θάλασσα που λέει πως λατρεύει 
πώς το πρασινογάλαζο το χρώμα της μαυρίζει
Πώς νοιώθω λες;
Σαν  αίμα βλέπω να κυλά στου ποταμού τα σπλάχνα;
Όταν τα ζώα και φυτά τα μεταλλάσσει τόσο;
Όταν η γη δεινοπαθεί να θρέψει, ν' αναπνεύσει;
Του φέρνω κι εγώ καταστροφές
να ξέρει τον αφέντη
πόσο μικρός κι ανήμπορος
είναι μπροστά στη φύση.




27. Η επανάσταση άργησε μια μέρα

Σήκωσε το χέρι του
να δείξει την υπεροχή του.

Εκείνη γυμνή 
στεκόταν μπροστά του
περιμένοντας το χτύπημα
το τελειωτικό.

Ήθελε να δει
πως δεν τον 
φοβόταν πια.

Το μυαλό της 
ταξίδευε
στη νέα ζωή 
που θα έκανε.
Αύριο κιόλας!

Για μια στιγμή
η γροθιά του λύγισε.

Ξεθύμανε;

Και τότε άρχισε να γελάει.
Τρανταζόταν το κορμί της
ολόκληρο.

Έγινε πάλι λίγος 
μπροστά της.
Δεν το άντεχε.
Μια ζωή λίγος
παντού.

Το γυμνό της κορμί
έδειχνε αγέρωχο
έτοιμο για 
επανάσταση.

Προσπάθησα..
ψέλλισε.

Ο ήχος του κορμιού της
κάλυψε 
τα όνειρά της.

Το αίμα έσβησε
τα ίχνη 
της ελπίδας.

Και ο δολοφόνος
όπως πάντα
κυκλοφορεί ελεύθερος. 




28. Τώρα είναι η ώρα

Τ’ ολόδροσο πρόσωπο της νιότης
άλλαξε χρώματα.
Θαρρείς πως μέσα σ’ ένα καλοκαίρι
μέστωσε το μυαλό κι αφέθηκε στον δρόμο
της γνωριμιάς της με την γνώση.
Δεν συνταιριάζει η ωριμότητα μαζί της.
Την παρακολουθεί από απόσταση.
Βλέπει πως η επιλογή της τις ώρες τις κενές,
είναι η αερολογία, η μεγάλη επανάληψη και,
κάποια άχρωμα της ίδιας ηλικίας νιάτα.
Μαθαίνει για την γυμνή κι ανείπωτη αγάπη για τον σκύλο της.
Με της σιωπής τα λόγια της φωνάζει η ωριμότητα :
Καλό ταξίδι «κόρη» μου.
Φυσάει ούριος άνεμος, άπλωσε τα φτερά σου.
Ποτέ δεν θα ΄ναι αργά, μα
τώρα είναι η δική σου, η κατάλληλη η ώρα για το πέταγμά σου…




29. Το σύμπαν και οι μυστικές αποστολές του..

Το πρόβλημά μου
ήταν πάντα να μη
ξεφεύγω από τα όρια.

Αυτή η γαμημένη πειθαρχία
μου στέρησε πολλά.
Μου στέρησα πολλά.

Δεν ακροβατούσα
ποτέ στα άκρα.
Είχα τις ισορροπίες μου.

Μα θα ήθελα
να μην είμαι φτιαγμένη έτσι.

Να ζήσω για μια στιγμή
χωρίς να σκέφτομαι
τις συνέπειες.

Να σταθώ γυμνή
απέναντι στους φόβους μου.

Να μη ξέρω τι να κάνω
με τον εαυτό μου.

Να αφεθώ
περισσότερο.

Μα όλα είναι αλλιώς
για κάποιο λόγο.

Το σύμπαν και 
οι μυστικές αποστολές του..




30. Αναγκαστική προσγείωση

Τα βήματα σου ξεμακραίνουν, 
το τρίξιμο της πόρτας τα καλύπτει.
Σαν μουσική υπόκρουση σε θρίλερ,
Σαν μια κραυγή αγωνίας στο σκοτάδι.
Μια εισπνοή, μια εκπνοή, και  άδειασε ο χώρος.
Κι εσύ εξαφανίστηκες,  σε μια ριπή ανέμου.
Εξαϋλώθηκες ευθύς σαν νάχες να κοντράρεις
τη γρηγοράδα του φωτός, να πάρεις τα  πρωτεία.
Κι εγώ, στην άδεια κάμαρα έμεινα μοναχή μου,
παρέα με τον αντίλαλο λέξεων ειπωμένων,
και το απαλό τρεμούλιασμα εικόνων πριν χαθούνε.
Έφυγες !
Έσβησαν όλες οι χαρές, τα χρώματα σβηστήκαν.
Τα γέλια όλα ξεθώριασαν, γίναν πόνου γκριμάτσες.
Όλα με εγκατέλειψαν , συντρόφια  στο φευγιό σου.
Κι έμεινε η αγάπη να θρηνεί χαμένα μεγαλεία.
Τα ματωμένα χνάρια της,  δήλωναν πως υπήρξες.
Στο μπαμπακένιο σύννεφο σε τράβηξα και είπα.
Εδώ είν’ η  απαλή μας η φωλιά, μακριά από τις κακίες,
Του κόσμου τις μικρότητες, το ψέμα, την ασχήμια.
Στου ουράνιου τόξου τα ριζά, σ’ ανταύγειες χρωμάτων,
Εμείς θα χρυσαλίζουμε, θα πίνουμε το νέκταρ.
Σου δόθηκα.
Να γδύνω άρχισα δειλά, σε σένα τη ψυχή μου,   
μένοντας εντελώς γυμνή σπονδή στον έρωτα σου.
Και γίναμε ένα νόμισα. Πώς λάθεψε η καρδιά μου;
Μα τίποτα δεν είν’ πιο ύπουλο, όσο η  μηχανορράφα πλάνη.
Πολύτιμο σε ένοιωθα, κομμάτι της καρδιάς μου,
Μα γοητεία έπαψες να νοιώθεις πια για μένα.
Κι εγώ δεν το κατάλαβα, πως έγινες σαν ξένος,
που έστρεψε το βλέμμα του σε άλλους πόθους λάγνους.
Έπειτα με αρνήθηκες, βγήκες απ’ την ζωή μου.
Το σύννεφο διαλύθηκε, η θλίψη με ρουφάει.
Έπεσα τότε στο κενό σαν όρνεο που ορμάει,
λες αίφνης αποφάσισα τα αιθέρια να κερδίσω.
Στο έδαφος κατέληξα, μια άμορφη κουκκίδα.
Ένας κακάσχημος λεκές σ’ αρμονικό τοπίο.
Κι ύστερα βούλιαξα ξανά, με σκέπασαν πελάγη.  
Και όταν άγγιξα βυθό, μου σώθηκε ο αέρας.
Χίλια κομμάτια έγινα,  ένα με τα κοράλλια.
Με το μυαλό μου αδειανό ψάχνω ν’ αρπάξω κάτι, 
να στηριχθώ για να μπορώ, απλά να επιζήσω.
Πού έσφαλα; Τι έκανα και έχασα τα πάντα;
Τα σύννεφα διαλύθηκαν, κι η άδολη ψυχή μου γεμάτη αγάπη που πονά
δαρμένη, ματωμένη,
σέρνεται ένα με τη γη σκεπάζεται με λάσπη.
Κι ο ήλιος ήρθε κι έπεσε απάνω στο κορμί μου.
Τη λάσπη εστέγνωσε ευθύς, την έκανε κομμάτια. Κι έπειτα ήρθε ο άνεμος με γέμισε αέρα, φούσκωσε τα πνευμόνια μου,
με επέστρεψε στον κόσμο.
Σηκώθηκα, και σκούπισα τα δάκρυα που τρέχαν.
Έφερα γύρω τη ματιά, κοίταξα στον καθρέφτη.
Το είδωλο που αντίκρισα δεν θύμιζε εμένα.
Θύμιζε κάποια πιο σοφή. Κάποια πιο πικραμένη.
Μα πιο αποφασιστική, σαν σήκωσε το βλέμμα!
Το είδωλο χαιρέτησε το σύννεφο για πάντα.
Το άφησε ελεύθερο  να πάρει το στρατί του.
Κι εκείνο  θα έμενε στη γη. Ανάμεσα σ’ ανθρώπους.
Κάποιοι ίσως να το νοιάζονταν, κάποιοι θα αδιαφορούσαν.
Κι ίσως μια μέρα να βρεθεί το άλλο το μισό του.




31. Τα χαϊκού μιας αλήθειας

Με το κορμί σου,
γυμνός στέκεις μπροστά μου
και με θαμπώνεις.

Με τη φωνή σου
πετάς γυμνές κουβέντες
και με πληγώνεις.

Και συ τι άνδρας
τη γυμνή καρδιά μου
κοροϊδεύεις!

Γυμνές οι λέξεις
και χωρίς στολίδια
δεν θα με πείσουν.

Η ώρα η καλή
που όλα στο γυμνό φως
ξεκαθαρίζουν!

Θα ρθει η στιγμή
που το γυμνό σου ψέμα
θα σε προδώσει.

Και μόνο τότε
γυμνή και η ίδια
θα σε πιστέψω.

Δεν την φοβάμαι
τη γυμνή αλήθεια
ελευθερώνει! 



32. Κλείστρο 

Μάνα γυμνή δεν με γέννησες
Στον πλακούντα σου μέσα τυλίχτηκα σφιχτά
Τον ομφάλιο λώρο πότε δεν μου έκοψες
Σ΄αναπηρικό αμαξίδιο έσυρα το πρώτο μου κλάμα
Δεν έμαθα ποτέ μόνη να αναπνέω
Στον αγώνα λύγισα νωρίς
Δεν έμαθα να ισιώνω τους πλίνθους της ζωής
Σκόνταφτα πάντα και διαρκώς παλινδρομούσα
Μάτωνα ως το περικάρδιο κι ένας πόνος δριμύς αγκύλωνε τα νεύρα

Νεογιλούς δεν έβγαλα
Σκληρό το ψωμί στο στόμα
Παγωμένο το γάλα επίπεδη η θηλή
Πώς να δέσει το σώμα;
Μπούκλες δεν μπόρεσα να χαρώ στους ώμους
Κι ήταν ξανθά τα μαλλιά μου λεπτά όμως σαν τις ίνες του σταριού
Απαλά σαν το χνούδι στην κοιλιά των σπίνων
Ατροφικά τα νύχια μου πώς να ξεμπερδέψω τους ιστούς γύρω;
Με κατάπιναν οι ιστοί με απορροφούσαν οι ρουφήχτρες
Έγκλειστη έμεινα στη δίνη τους τρελά να περιστρέφομαι

Δεν έβλεπα μάνα παραέξω
Τα λουλούδια τα πετρώματα και τα φυλλώματα δεν τα ήξερα
Μόνο τις κρύπτες των βουνών ξεχώριζα
Γιατί οι τόποι μου μακρινοί κι απόκοσμοι υπήρξαν
Δεν άκουγα μάνα ήχο κανένα
Το σύριγμα των βελών το πλατάγισμα της θάλασσας
Το κρυφομιλητό της λεύκας δεν τα ένιωσα
Τους ψιθύρους των αστεριών μόνο πλησίασα
Γιατί από μικρή ήμουν παρμένη ολοκληρωτικά απ' τον ουρανό
Μια ισχνή πεταλούδα που άνθη γαλαξιακά γνώρισε

Μάνα γυμνή δεν με είδες
Έτσι που η νύχτα με βίαζε απείραχτο παιδί ακόμα
Του έρωτά σου η σύλληψη ατελής  
Όσο κι αν ηδονικά αγκομαχούσες χτυπημένη απ' τη φενάκη
Στα υπόγεια οι συγγενείς μοίραζαν δηλητήριο
Πολλά τα φιαλίδια κιτρινόμαυρη η χολή
Απόκαμες μάνα κι έφυγα μαζί σου
Εσύ κυρτή και πρόωρα γερασμένη
Κι εγώ μια έρπουσα ύλη
Με το σπασμένο κοπίδι του φόβου στα σκελετωμένα μου χέρια
Να αδυνατώ να σε προσπεράσω!



33Γύμνια

Γυμνός στη νύχτα,
περιπλανώμενος ονειρευτής,
εραστής του ανέφικτου, του άπιαστου,
της ουτοπίας, χρόνια τώρα.
Τη γύμνια μου ξεδιάντροπα απλώνω
σε μαγικό χορό στις ασημένιες αχτίδες του φεγγαριού
κι αποκαμωμένος στις σκιές κρύβομαι, προσμένοντας
μια σπίθα πραγμάτωσης ονείρου την ψυχή μου να ζεστάνει,
λευκό χαρτί, γυμνός στο τίποτα την τηρώ.

Μα σαν το πρωί ζυγώσει,
για μια ακόμη φορά τη γύμνια μου θα κρύψω
σ΄ένα κοστούμι μιας πεζής πραγματικότητας,
πλάνην οικτρά θα πλανηθώ.
Κι όπως κακόμοιρα θα περιφέρομαι
το σώμα μου ασήκωτο θα νοιώθω,
μισοχαμένο, μισοϋπαρκτό.

Θα ακυρώνω χρώματα,
θα αφαιρώ ήχους και μουσικές,
θα μορφάζω με κοινότοπα χαμόγελα
σε μια ψευδαίσθηση μια δήθεν ευχαρίστησης.
Μα, ως εκ θαύματος...
Όσο πνίγω μέσα μου τα άγρια πουλιά,
τόσο τα ελευθερώνω. 



34. Κόκκινο

Κόκκινο.
Ίχνος κραγιόν σε τσιγάρο σβησμένο.
Ξαπλωμένο λουλούδι σε μαύρα μαλλιά.
Φόρεμα, που γάμπες γυμνές χαϊδεύει.

Κόκκινο.
Ένα κομμάτι φωτιά σ' ουρανό καθάριο.
Ο ασπασμός του δύοντος ήλιου στη θάλασσα.
Ένα άσπρο πανί, νωτισμένο με αίμα.

Κόκκινο.
Η αγωνία του ζωγράφου στο λευκό καμβά,
σαν σπασμένο αγγείο στου ματιού την άκρη.
Η κραυγή που σπάει τη σιωπή της νύχτας.

Κόκκινο.
Ο αναλφάβητος έρωτας στα μισάνοιχτα χείλη



Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.